Γιατὶ οἱ μῦθοι κάποιων τόπων λησμονήθηκαν

Γιατί οι μύθοι κάποιων τόπων λησμονήθηκαν

Έπειτα από τα παραπάνω απομένει ως μόνη λογική απάντηση της φαινομενικής ανυπαρξίας μύθων σε κάποιους τόπους ότι και στους τόπους αυτούς, οι οποίοι δεν αναφέρονται στη μυθολογία, οι άνθρωποι μυθολόγησαν αλλά οι μύθοι τους δεν έγιναν γνωστοί ευρύτερα και λησμονήθηκαν.

Γιατί όμως οι μύθοι κάποιων περιοχών έγιναν γνωστοί, καταγράφηκαν και διαδόθηκαν ευρύτερα και τους γνωρίζουμε όλοι, ενώ οι μύθοι κάποιων άλλων περιοχών και κάποιων λαών σκεπάστηκαν από την αφάνεια; Γιατί οι μύθοι κάποιων τόπων λησμονήθηκαν;

Να είναι μήπως η γοητευτικότητα της διήγησης, της ροής των γεγονότων και ο πλούτος των αναφερόμενων στοιχείων των μύθων των περιοχών αυτών εκείνο το στοιχείο που βοήθησε στην ευρύτερη διάδοσή τους; Αλλά τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι κάποιοι άνθρωποι, το ίδιο και αυτοί απλοϊκοί και άοπλοι ιδεολογικά, όπως όλοι οι άλλοι, γεννήθηκαν με την αποκλειστική και χαρισματική ικανότητα να μυθολογούν γοητευτικά.

Να είναι μήπως η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των διάφορων ηρώων των αναφερόμενων επεισοδίων, τα πολύ μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των μυθολογούμενων προσώπων ή κάποιο άλλο στοιχείο αυτών καθαυτών του περιεχομένου και της πλοκής των μύθων, ανεξάρτητα  από τον τόπο όπου δημιουργήθηκαν, εκείνα τα στοιχεία που συνετέλεσαν στην ευρύτερη διάδοσή τους; Και πάλι όμως θα πρέπει να παραδεχτούμε  ότι κάποιοι τόποι είχαν ανθρώπους προικισμένους με ιδιαίτερες μυθοπλαστικές ικανότητες και με δημιουργική φαντασία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από άλλους, αν και αυτοί ήταν το ίδιο πρωτόγονοι όπως όλοι.

Δεν φαίνεται, λοιπόν, να είναι ούτε η γοητευτικότητα των μύθων κάποιου τόπου, τουλάχιστον στην πρώτη τους ακατέργαστη μορφή, εκείνη που τους έκανε ευρύτερα γνωστούς, ούτε η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των διάφορων ηρώων.

Είναι βέβαιο ότι το «κατεργασμένο» είναι σκοπίμως και εκ των υστέρων τροποποιημένο. Είναι «επέμβαση». Είναι «αλλοίωση». Δεν είναι άδολο, απλό και γνήσιο δημιούργημα. Δεν είναι δυνατό – θα το ξαναπούμε – να γίνει δεκτό ότι κάποιοι άνθρωποι, το ίδιο πρωτόγονοι και αυτοί, όπως και όλοι οι άλλοι δίπλα τους και με τις ίδιες βασικές βιοτικές ανάγκες, κάτω από τις ίδιες σκληρές και αντίξοες συνθήκες ζωής, είχαν συγκεντρωμένη την ικανότητα μυθολογικής ερμηνείας των γεγονότων και των φαινομένων του κόσμου ή και την πολυτέλεια του χρόνου, σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό από τους διπλανούς τους. Όλοι μυθολογούσαν κάτω από την ανάγκη επιβίωσης. Η όποια διαφορά παρατηρείται βρίσκεται μόνο μεταξύ μύθων «δουλεμένων», μύθων που δημιουργήθηκαν και επεξεργάστηκαν δηλαδή σε χρόνο σχόλης και άνεσης, και «ακατέργαστων»,  μύθων, αφημένων στην πρώτη τους μορφή.

Αλλά και εάν ακόμη δεχτούμε  μία τέτοια διαφορά μυθοπλαστικής ικανότητας, όπως πράγματι παρατηρείται, μεταξύ λαών που ζούσαν σε πολύ διαφορετικά και πολύ απομακρυσμένα μεταξύ τους περιβάλλοντα, όπως οι λαοί π.χ. της Αφρικής σε σχέση με τους απομακρυσμένους από αυτούς λαούς της Αμερικής ή της Αυστραλίας, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει για ανθρώπους της ίδιας φυλής και του ίδιου γεωγραφικού περιβάλλοντος. Τέτοιες διαφορές, όπως αναφέρουμε στο κεφάλαιο για την υπεροχή της ελληνικής μυθοπλαστικής ικανότητας σε σχέση με άλλες φυλές, παρατηρούνται.  Αλλά για τις διαφορές αυτές υπάρχουν άλλοι λόγοι, οι οποίοι δεν έχουν θέση στην εργασία αυτή.

Είναι όμως αφύσικο και ίσως παρακινδυνευμένο να δεχτούμε ότι οι κάτοικοι π.χ. της Πελοποννήσου, της Αττικής ή της Κρήτης είχαν τόσο μεγαλύτερη ικανότητα μυθοπλαστικής ερμηνευτικής διεισδυτικότητας στο περιβάλλον από τους κατοίκους που ζούσαν σ” άλλα γειτονικά μέρη, όπως π.χ. στη Θεσσαλία, πάνω στα  Άγραφα, στον κάμπο της Λάρισας, στα Καμβούνια, στον Αλμυρό, στα Χάσια,  στην Όθρη.

Πρέπει μάλλον να δεχτούμε ότι η σημαντικότητα του πολιτικού και στρατιωτικού ρόλου, που έπαιξαν στην όλη εθνική ιστορία κάποιοι τόποι, είναι η κύρια αιτία της επικράτησης και της ευρύτερης διάδοσης των μύθων της περιοχής τους. Η σημαντικότητα και η ακμή κάποιων περιοχών βοήθησε στην οικονομική ανάπτυξή τους και την ταυτόχρονη, ως συνακόλουθο αποτέλεσμα, ύπαρξη αξιόλογων πνευματικών ανθρώπων, συγγραφέων και ποιητών.

Οι πνευματικοί αυτοί άνθρωποι, οι οποίοι δούλεψαν κάτω από την προστασία ή και κάτω από την επιβολή ισχυρών και φιλόδοξων ηγεμόνων, βοήθησαν στην ταυτόχρονη πολιτισμική και πνευματική ανάπτυξη του τόπου. Ένα από τα αποτελέσματα της ανάπτυξης αυτής ήταν η καταγραφή και η «λογοτεχνική» επεξεργασία και συμπλήρωση των υπαρχόντων μυθολογικών αγνών λαϊκών δημιουργημάτων. Ταυτόχρονο όμως αποτέλεσμα και συνέπεια της ανάπτυξης αυτής ήταν και η «καλλιέργεια» και η «μεταλλαγή» πολλών τέτοιων αρχικών μύθων σε εκδοχές «ομορφότερες» και κυρίως «βολικότερες» για κάποιους.

Μ’ αυτή όμως τη λογική συνέπεια θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι μύθοι της μορφής αυτής, της «καλλιεργημένης», είναι τροποποιημένες μορφές που έγιναν με σκόπιμες κατοπινές επεμβάσεις και αλλοιώσεις  ή, το λιγότερο, πρέπει  να είναι μύθοι πιθανώς ύποπτοι ως προς την αυθεντικότητα τους. Δεν είναι οι μύθοι αυτοί η πρώτη και αρχική δημιουργία που έγινε από την πιεστική ανάγκη ερμηνείας του περιβάλλοντος. Και δημιουργίες, οι οποίες δεν επιβάλλονται από καθαρές ανάγκες επιβίωσης, δεν γίνονται παρά μόνο από συμφεροντολογικούς σκοπούς ή έστω, στην καλύτερη περίπτωση, για «καλλιτεχνικούς» σκοπούς, για κάποια ωραιοποίησή τους.

Οι αλλοιώσεις και οι επεμβάσεις είναι δημιουργήματα που έγιναν κατά το χρόνο της ανάπαυσης του ανθρώπου και βεβαίως αφού είχε προηγηθεί η λύση των επιτακτικών προβλημάτων επιβίωσης. Δεν περιέχουν επομένως οι μύθοι αυτοί την πρώτη αγνή, την επιβεβλημένη από βιοτικές ανάγκες ερμηνευτική και προσαρμοστική μυθολογική δημιουργία, εκείνη δηλαδή που έγινε πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα για την επιβίωση του ανθρώπου.

Η πραγματική μυθοπλασία, εκείνη που μπορεί να θεωρηθεί και να εξετασθεί ως συστατικό στοιχείο για την κατανόηση της ψυχοσύστασης ενός λαού, δεν είναι το δημιούργημα μιας αργόσχολης ενασχόλησης. Τα μυθολογικά δημιουργήματα της πρωταρχικής ανάγκης της επιβίωσης και της ερμηνευτικής υποταγής και οικείωσης του περιβάλλοντος κόσμου είναι αγνά και «απονήρευτα». Αυτά είναι τα ουσιαστικά και δηλωτικά στοιχεία της πραγματικής υπόστασης του δημιουργού λαού. Τ’ άλλα, τα δημιουργήματα της σχόλης, είναι η «γκλίτσα με τα πολλά κεντίδια και στολίδια» που την βάλαμε και την έχουμε στο σαλόνι για  να καμαρώνουμε. Δεν είναι η γκλίτσα του τσομπάνη που αναγκαστήκαμε να την φτιάξουμε και να την χρησιμοποιούμε για να πιάσουμε το κατσίκι από το πόδι. Είναι αντικείμενο «λογοτεχνικής» επεξεργασίας.

Ο κυρίαρχος π. χ. ρόλος του κράτους των Αθηνών στο ιστορικό προσκήνιο της αρχαίας Ελλάδας, με τη βοήθεια της συνακόλουθης πνευματικής ανάπτυξης και καλλιτεχνικής δημιουργίας των μεγάλων τραγικών ποιητών που έζησαν σ’ αυτήν, ήταν  ισχυρός παρεμβατικός παράγοντας στην διαμόρφωση της ελληνικής μυθοπλαστικής δημιουργίας. Η ωραιοποιημένη και καλλιεργημένη αυτή μυθοπλασία των τραγικών ποιητών ήταν εκείνη που βοήθησε στην ευρύτερη διάδοση των δικών τους εκδοχών και στον παράλληλο εξοβελισμό κάθε άλλης προηγούμενης μυθολογικής εκδοχής, έστω κι αν αυτή η άλλη ήταν η πρώτη, η αυθεντικότερη και η γνησιότερη εκδοχή.

Ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος και οι άλλοι τραγικοί ποιητές και οι κωμωδιογράφοι όχι μόνο χρησιμοποίησαν τους μύθους που βρήκαν να υπάρχουν στη λαϊκή παράδοση αλλά και πολλούς απ’ αυτούς, όσους τους ενδιέφεραν, τους τροποποίησαν, και μάλιστα  σε πολλές και διαφορετικές ο καθένας τους εκδοχές, σύμφωνα με τις ανάγκες των έργων  τους και τις εκάστοτε επιδιώξεις τους. Αλλά ακόμη και οι ίδιοι οι τραγικοί ποιητές δημιούργησαν εξαρχής νέους, δικής τους έμπνευσης, μύθους. Πήραν την γκλίτσα του τσοπάνη και την στόλισαν με «μπιχλιμπίδια» γιατί έτσι θα πουλιόνταν καλύτερα και έτσι θα άρεσε περισσότερο. Έτσι θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους ή τους σκοπούς και τις επιδιώξεις των εντολέων αφεντικών τους. Έτσι θα περνούσαν τα συνθήματά τους, έστω και αν αυτά δικαιολογούνταν γιατί χρησιμοποιούνταν σε πολλές περιπτώσεις για να «διδάξουν» το λαό τους. Έτσι θα ικανοποιούσαν και την ατομική τους προβολή. Έτσι μόνο θα έπαιρναν τα βραβεία στους σχετικούς διαγωνισμούς. Στην προσπάθειά τους όμως αυτή χρησιμοποίησαν και μύθους άλλων περιοχών, τους οποίους μετέφεραν στην δική τους περιοχή και τους οικειοποιήθηκαν, γιατί τους βόλευαν και τους συνέφεραν, γιατί τους πρόσφεραν ό,τι τους χρειαζόταν.

Λέγεται π. χ., και φαίνεται να είναι η πραγματικότητα, ότι οι Κορίνθιοι ήταν εκείνοι που έσφαξαν ή λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου τα παιδιά της Μήδειας, για να μην γίνουν αυτά διάδοχοι και απαιτητές του θρόνου της Κορίνθου. Αυτό είναι, κατά τους ισχυρισμούς ειδικών μυθολόγων ερμηνευτών και ιστορικών ερευνητών, το αληθινό και σκεπασμένο με μυθικό επικάλυμμα πραγματικό ιστορικό γεγονός. Η παλιά κορινθιακή παράδοση μιλούσε γι’ αυτό το γεγονός.[1]

Η Ήρα, έλεγε ο σχετικός αρχικός μύθος, για να τιμωρήσει αυτούς που έκαναν το φοβερό έγκλημα, δηλαδή τους Κορίνθιους, έστειλε λοιμό, που αφάνιζε τους κατοίκους της. Ο λοιμός σταμάτησε μόνο όταν οι Κορίνθιοι, για ν’ απαλλαγούν από την οργή των θεών, καθιέρωσαν ειδική γιορτή στην οποία τιμούσαν την Ακραία Ήρα και τα παιδιά τής Μήδειας. Κατ’ άλλους πάλι το φόνο των παιδιών της Μήδειας τον έκαναν οι συγγενείς του Κρέοντα.[2]

Κάποια άλλη μυθολογική εκδοχή, επιβεβαιώνοντας και αυτή, για τρίτη φορά, το ότι δεν σκότωσε η Μήδεια τα παιδιά της, λέει ότι τα παιδιά της φονεύθηκαν με λιθοβολισμό από τους Κορίνθιους γιατί αυτά είχαν φέρει στη Γλαύκη, την αγαπημένη του πατέρα τους, «τον μεμαγευμένον φαρμάκω αυλόν».

Η Μήδεια, που κατά μία μυθολογική εκδοχή ήταν αθάνατη, μεταφέρθηκε ζωντανή στα Ηλύσια πεδία ή στη νήσο των Μακάρων, όπου παντρεύτηκε τον Αχιλλέα. Γι’ αυτό για τους Κορίνθιους η Μήδεια είναι ίσως η Ήρα σε ξαναπλασμένη μορφή της. Έτσι η Ακραία Ήρα θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τη Μήδεια.[3] Η Μήδεια, μ’ αυτή τη υπόστασή της, της προολυμπιακής δηλαδή Ήρας, ήταν εκείνη που έστειλε τους Τιτάνες να κατασπαράξουν τον Διόνυσο Ζαγρέα.

Σύμφωνα μ’ ένα μύθο ο Ήλιος και ο Ποσειδώνας μάλωναν διεκδικώντας και οι δύο την Κόρινθο. Τελικά συμβιβάστηκαν. Ο Βριάρεως, που ορίστηκε δικαστής, τους συμβίβασε και ο μεν Ήλιος πήρε τον Ακροκόρινθο ο δε Ποσειδώνας τον Ισθμό.[4]

Ο Αιήτης, λοιπόν, που ήταν γιος του Ήλιου, διαδέχτηκε τον πατέρα του και έγινε βασιλιάς στην Κόρινθο. Αργότερα ο Αιήτης άφησε την Κόρινθο και έφυγε στην Κολχίδα. Φεύγοντας όμως από την Κόρινθο, και μην έχοντας τότε ακόμα δικό του διάδοχο, παρέδωσε προσωρινά το θρόνο της Κορίνθου στο Βούνο, τον γιο του Ερμή και της Αλκιδάμειας, διατηρώντας όμως για τον εαυτό του και τους μελλοντικούς απόγονους του τα δικαιώματά του στο θρόνο της Κορίνθου. Γι’ αυτό φεύγοντας είχε δώσει εντολή στους υπηκόους του να παραδώσουν το θρόνο της Κορίνθου στον πρώτο απόγονό του που θα έφτανε εκεί.

Μετά το θάνατο του Βούνου ο θρόνος της Κορίνθου πέρασε στον αδερφό τού Αιήτη, τον Αλωέα. Ο δισέγγονος του Αλωέα, ο Κόρινθος, έδωσε τ’ όνομά του στην πόλη, που μέχρι τότε λεγόταν Εφύρα. Τον καιρό που πέθανε ο Κόρινθος, χωρίς να αφήσει απόγονους, ο Ιάσονας και η Μήδεια μόλις είχαν επιστρέψει από την Κολχίδα και  βρίσκονταν στην Ιωλκό. Οι Κορίνθιοι έστειλαν τότε και κάλεσαν τον Ιάσονα και τη Μήδεια στην πόλη τους για να παραδώσουν, σύμφωνα με την εντολή που είχαν, σ’ αυτήν ή στα παιδιά της το θρόνο, αφού αυτή ήταν κόρη του Αιήτη και επομένως η πρώτη και νόμιμη διάδοχός του που έφτασε στην Ελλάδα. Ο αδελφός της, ο Άψυρτος, είχε σκοτωθεί από την ίδια.

Για το λόγο αυτό λοιπόν, λένε όσοι υποστηρίζουν την άποψη αυτή, ο Ιάσονας φεύγοντας από την Ιωλκό πήγε στην Κόρινθο. Πήγε δηλαδή να διεκδικήσει, για τα παιδιά της Μήδειας και τα δικά του, το θρόνο της Κορίνθου. Αυτό δεν συνέφερε όμως στον τότε βασιλιά και τους άλλους ισχυρούς της Κορίνθου και τα εξόντωσαν. Από την σφαγή αυτή των παιδιών της Μήδειας γλίτωσε ένα μόνο, ο Θεσσαλός, ο οποίος δεν διεκδικούσε τον θρόνο της Κορίνθου – και επομένως ήταν ακίνδυνος – γιατί αυτός διεκδικούσε, όντας ο μόνιμος διάδοχος του Ιάσονα, το θρόνο της Ιωλκού.

Ο Θεσσαλός, γλιτώνοντας την σφαγή, γύρισε στην Ιωλκό, όπου επειδή ο Άκαστος πέθανε χωρίς ν’ αφήσει απόγονους, ανέλαβε το θρόνο. Λέγεται μάλιστα, σύμφωνα με μια εκδοχή, ότι από αυτόν οι κάτοικοι της περιοχής ονομάστηκαν Θεσσαλοί.[5]

Επειδή λοιπόν οι Κορίνθιοι, ή εκείνοι από αυτούς που πραγματοποίησαν την απαίσια αυτή πράξη του φόνου των παιδιών του Ιάσονα και της Μήδειας, ήθελαν να εξαλείψουν από πάνω τους αυτή τη φρικτή κατηγορία, έδωσαν στον Ευριπίδη πέντε τάλαντα με την παραγγελία να γράψει μία τραγωδία στην οποία να παρουσιάζει διαφορετικά τα γεγονότα.

Αποτέλεσμα ήταν η «πληρωμένη» γνωστή τραγωδία «Μήδεια» του Ευριπίδη, στην οποία παρουσιάζεται η «σκληρή» και «άσπλαχνη» μητέρα Μήδεια να σφάζει η ίδια τα δυο της παιδιά. Έτσι δημιουργήθηκε ο γνωστός σ’ όλους μας μύθος που σκέπασε και εξαφάνισε την αλήθεια. Η πρώτη, η αληθινή μορφή του «μύθου» εξαφανίστηκε. Έμεινε και έγινε γνωστή μόνο η πλαστή, η «πληρωμένη» αλήθεια. Ήταν περισσότερο ευπρόσδεκτο και περισσότερο αποδεκτό από τους «πολιτισμένους» Έλληνες μία ξένη «βάρβαρη» να είναι εκείνη που σφάζει τα παιδιά της από το να κάνουν το φονικό αυτό τα «πολιτισμένα» ντόπια βασιλόπουλα. Βολεύονταν έτσι όλοι, άρχοντες και αρχόμενοι, και ικανοποιούνταν και το κύρος της ισχυρής Κορίνθου. Βρέθηκε δηλαδή ο «αποδιοπομπαίος τράγος» και όλα τακτοποιήθηκαν.

Εξάλλου ο Ευριπίδης δεν είχε και μεγάλες προσωπικές αντιρρήσεις για κάτι τέτοιο αφού, όπως είναι γνωστό,  ήταν βέβαιος ότι ολόκληρος ο μυθικός κόσμος της Ελλάδας δεν ήταν παρά πλάσμα των παλαιότερων γενεών και γι’ αυτό έδινε στον εαυτό του το δικαίωμα και δικαιολογούνταν να τον μετασχηματίζει αυθαίρετα για να εξυπηρετήσει τους δικούς του ποιητικούς σκοπούς.[6] Ήταν ίσως αυτή του η «πίστη» η αναγκαία τακτοποίηση της εσωτερικής του αντίδρασης και το βόλεμα της συνείδησής του για τις επεμβάσεις του στην όχι πάντοτε βολική για τις δημιουργικές του ανησυχίες υπάρχουσα μορφή της μυθολογίας. «Η μυθική παράδοση αποδείχτηκε σκεύος ακατάλληλο να χωρέσει τον ανήσυχο προβληματισμό του τραγικού μας (Ευριπίδη)»[7]

Φυσικά οι μύθοι αυτοί έγιναν για λόγους καλλιτεχνικής δημιουργίας ή ισχυροποίησης ενός σοβινιστικού πνεύματος και κάτω από την επιβεβλημένη ανάγκη δημιουργίας μιας νοοτροπίας και αντίληψης περιούσιου λαού. Ήταν απαραίτητες και δικαιολογημένες επεμβάσεις για την δικαιολόγηση της απαίτησης και δικαιώματος διεκδίκησης της διαδραμάτισης πρωτευόντων και πρωταγωνιστικών ρόλων. Καμιά πιεστική ερμηνευτική ανάγκη του «άγνωστου», «εχθρικού» και «αφιλόξενου» φυσικού περιβάλλοντος κόσμου δεν επέβαλλε τώρα τη δημιουργία τους. Ο περιβάλλων κόσμος, την εποχή που δημιουργούσαν τους μύθους τους ή τροποποιούσαν τους υπάρχοντες και οικειοποιούνταν ξένους οι τραγικοί ποιητές της Αττικής, είχε από πολύ καιρό ερμηνευθεί και είχε οριστικά υποταχθεί στον ανθρώπινο νου. Δεν ήταν πια εχθρικός και άγνωστος. Ήταν οικείος και προσιτός. Ήταν γνωστός, ήταν δικός τους. Ζούσαν άνετα  σ’ αυτόν. Η μυθοπλασία δεν ήταν πια πρωταρχική  ερμηνευτική υπαρξιακή ανάγκη. Χρησιμοποιούνταν πλέον ως προσπάθεια για την δικαιολόγηση κάποιας στάσης, κάποιας συμφέρουσας πολιτικής. Η μυθολογία έγινε πλέον παραμύθι. Ήταν ενασχόληση αργίας και πολυτελούς διαβίωσης, επειδή είχαν λυθεί τα προβλήματα επιβίωσης. Ήταν ακόμη – σε πολλές περιπτώσεις – προσπάθεια για την απόκρυψη ή αποσιώπηση της αλήθειας και την σκόπιμη πλαστογράφησή της. Η μυθοπλασία ήταν τώρα η «κεντημένη και λουστραρισμένη γκλίτσα» για να μπαίνει στα σαλόνια. Ήταν στολίδι πολυτέλειας. Δεν ήταν πια εργαλείο επιβίωσης. Ήταν η «στρατευμένη», σε «ύποπτους» σκοπούς, μυθοπλασία.

Διαφορετική επίδραση όμως ασκεί στο λαό ο φυσικός ανόθευτος μύθος από τον πλαστό. Ο γνήσιος μύθος, για την με φυσικό και αυθόρμητο τρόπο μυθολογούσα συνείδηση αλλά και για τον λαό που τον δέχεται, είναι μία «αλήθεια» στην οποία πιστεύει απόλυτα. Έτσι και η επίδραση που ασκεί ο γνήσιος μύθος είναι πραγματική και ουσιαστική, είναι υπαρκτή.

Αντίθετα ο πλαστός μύθος συνυπάρχει με την ταυτόχρονη επίγνωση ότι δεν είναι αληθινός. Ο πλαστός μύθος είναι ένα παιχνίδι της φαντασίας την εποχή ακριβώς που αυτή η φαντασία έχει αρνηθεί το φανταστικό. Είναι ένα μυθικό ωραίο και σαγηνευτικό κέλυφος, χωρίς γνήσιο μυθικό περιεχόμενο. Ο πλαστός, ο σκόπιμα δημιουργημένος μύθος, δεν παρηγορεί και δεν ανακουφίζει. Δεν είναι απαραίτητος στον ξωμάχο και γι’ αυτό αυτός τον περιφρονεί και τον απορρίπτει. Ο άνθρωπος του πλαστού μύθου έχει πια ξεφύγει από τον αληθινό παράδεισο του αγνού παραμυθιού. Δεν έχει πια ανάγκη «παραμυθίας» ή μάλλον νομίζει ότι δεν του χρειάζεται και γι’ αυτό παίζει μαζί της.

Στην προσπάθειά τους αυτή οι ισχυροί πνευματικοί άνθρωποι και πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες των τόπων, που έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στην ιστορική πορεία του έθνους, όχι μόνο διατήρησαν και τροποποίησαν τους υπάρχοντες δικούς τους μύθους αλλά και οικειοποιήθηκαν, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, μύθους και ήρωες και θεούς άλλων περιοχών, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τους σκοπούς τους.

«Από τον 9ο αιώνα π.Χ. ως το τέλος του αρχαίου κόσμου ο ελληνικός μύθος δουλεύεται και ξαναδουλεύεται χωρίς διακοπή. Αμέτρητοι ποιητές, ανώνυμοι στην αρχή και επώνυμοι έπειτα, γνωστοί και άγνωστοι, επικοί, λυρικοί, δραματικοί, σμιλεύουν τις μορφές των Ελλήνων ηρώων, για να προβάλλουν όλο και περισσότερες πλευρές της ζωής και του ήθους των».[8]

Ένα πολύ έντονο και χαρακτηριστικό παράδειγμα οικειοποίησης μύθου μιας περιοχής από άλλη, ή έστω μεταφοράς από μία περιοχή σε άλλη, είναι ο μύθος του Φρίξου και της Έλλης, των παιδιών του Αθάμαντα, που μέχρι τα τελευταία χρόνια σε όλα τα σχολικά εγχειρίδια φερόταν να έγινε στον Ορχομενό, ενώ ο σχετικός μύθος είναι της Άλου της Αχαΐας Φθιώτιδας, όπως θ’ αναφερθεί στις παρακάτω σελίδες. Και όμως επί χρόνια και χρόνια – και μιλάμε για την τωρινή εποχή – και με την παντελώς αδικαιολόγητη πλέον ανοχή και αδιαφορία και του Υπουργείου Παιδείας και των σύγχρονων πνευματικών ανθρώπων  χιλιάδες  Ελληνόπουλα μάθαιναν μία λανθασμένη μυθολογική εκδοχή ή έστω μάθαιναν την μία μόνο από τις υπάρχουσες εκδοχές του μύθου αυτού.

Πώς μπορούσε η ασήμαντη και αδύναμη Άλος, που έβλεπε να της αρπάζουν και να οικειοποιούνται άλλοι τους μύθους της, αν το ἐβλεπε και αν το μάθαινε, ν’ αντισταθεί στην παραποίηση της αλήθειας; Εξάλλου η ίδια η Άλος, ως πόλη, είχε από πολύ καιρό πάψει να υπάρχει. Χάθηκε από το προσκήνιο η Άλος και αρπάχτηκαν οι μύθοι της. Πώς μπορούσε εξάλλου μια ασήμαντη περιοχή – έστω και αν ακόμη εξακολουθούσε να υπάρχει – να διεκδικήσει ό,τι της ανήκε από το ισχυρό κράτος του Ορχομενού;

Μήπως δεν είναι υπαρκτός και σήμερα ο κίνδυνος, αν περάσουν εκατοντάδες χρόνια και συμβούν κάποια συνταρακτικά γεγονότα, να έρθει εποχή που θα θεωρηθούν και θα παρουσιαστούν τα «ελγίνεια» και όσα είναι γνωστά γι’ αυτά ως αγγλικά και οι μύθοι γύρω από αυτά να μνημονεύουν άγγλους ήρωες; Μήπως δεν υπάρχουν σήμερα προσπάθειες κάποιων λαών να οικειοποιηθούν την καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και δεν έχει δημιουργηθεί σε κάποιους λαούς μια τέτοια πίστη;

«Όταν, από λόγους που αγνοούμε σήμερα, η συντεχνία των αοιδών έπαιρνε την απόφαση να δώσει προγόνους σ’ έναν ήρωα μακριά από τους τόπους, όπου η παλαιότερη παράδοση τοποθετούσε τα κατορθώματά του, αναγκαζόταν, για να δικαιολογήσει την απομάκρυνσή του από τον τόπο που είχε γεννηθεί να επινοήσει ένα νέο μύθο.»[9]

Βεβαίως η στάση αυτή του Υπουργείου και των άλλων παραγόντων που επέτρεπαν τέτοιες παραποιήσεις δικαιολογούνταν απόλυτα από το ότι σε τίποτε δεν ενδιέφερε και σε τίποτε δε θα βοηθούσε μία τέτοια τροποποίηση με την οποία ίσως και να μην συμφωνούσαν όλοι. Εξάλλου κανένας δεν ενδιαφερόταν για το ποια από τις υπάρχουσες εκδοχές του μύθου είχε περάσει στα σχολικά βιβλία. Ήταν μία εκδοχή που δεν ζημίωνε και δεν έθιγε συμφέροντα. Ήταν εντελώς ανώδυνη και ήταν επιπλέον και η εκδοχή η περισσότερο γνωστή. Ήταν περιττή πολυτέλεια, μέσα στα τόσα άλλα προβλήματα, το ψάξιμο για μια τόσο αδιάφορη αλήθεια.

Άλλο επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα αμφισβητούμενου μύθου ή έστω πιθανολογούμενης «μεταφοράς» του – όπως θ’ αναφερθεί με λεπτομέρειες στη συνέχεια – είναι ο μύθος της Ανδρομάχης, της κόρης του Ηετίωνα. Ο  Όμηρος παρουσιάζει τον Ηετίωνα, τον πατέρα της Ανδρομάχης, να βασιλεύει στις Υποπλάκιες Θήβες της Κιλικίας. Και όμως υπάρχουν υπόνοιες πως ο Ηετίωνας ίσως να μην ήταν βασιλιάς στις Θήβες της Κιλικίας αλλά στις  Θήβες της Αχαΐας Φθιώτιδας, της αρχαίας πόλης δηλαδή κοντά στις τωρινές Μικροθήβες του Αλμυρού, και η Ανδρομάχη ίσως ήταν πριγκίπισσα των Θηβών της Αχαΐας Φθιώτιδας.

Και αν τα παραπάνω παραδείγματα μπορούν να θεωρηθούν αμφισβητήσιμα  και δημιουργήματα λησμοσύνης και ίσως αποτελέσματα έλλειψης μεγάλου επιστημονικού ερευνητικού ενδιαφέροντος, ή και αδυναμίας εξεύρεσης της ουσιαστικά «αδιάφορης» αλήθειας, υπάρχουν άλλες πολύ γνωστές και αναμφισβήτητες τροποποιήσεις μύθων, αναγνωρισμένες από όσους μπορούν να έχουν λόγο. Και φυσικά αυτές οι τροποποιήσεις και αλλοιώσεις δεν έγιναν χωρίς «επεμβάσεις» και «πιέσεις». Αυτές είναι βέβαιο ότι έγιναν εξαιτίας ιδιοτελών σκοπών των τοπικών αρχόντων – αλλά και των πατρίδων τους – στην υπηρεσία των οποίων τάσσονταν.

Οι μύθοι λοιπόν της ελληνικής μυθολογίας δεν έχουν όλοι πάντοτε τον ίδιο βαθμό καθαρότητας. Υπάρχουν σε πολλούς απ’ αυτούς προσθήκες, τροποποιήσεις και αλλοιώσεις ή και αποσιωπήσεις. Τα αλλοιωτικά αυτά στοιχεία, μερικές φορές, αναμίχθηκαν στην πρώτη μορφή των μύθων, κάποιες φορές αθέλητα και άλλες φορές σκόπιμα. Αθέλητες επεμβάσεις είναι όσες οφείλονται στη λησμοσύνη που επέφερε η πάροδος του χρόνου ή στην  άδολη   προσωπική προσπάθεια των αφηγητών για κάποια ωραιοποίηση και μεγιστοποίηση που μπορούσε και ν’ αντικαταστήσει ονόματα ηρώων και τόπων με ονόματα οικειότερα στο ακροατήριο. Σκόπιμες θεωρούμε εκείνες που έγιναν κάτω από την πίεση συμφερόντων. Αυτές, σε αντίθεση με τις πρώτες, δεν έγιναν κατά φυσικό τρόπο, αλλά βίαια. Έγιναν «εκ προθέσεως». Δεν κυριάρχησαν σιγά σιγά και ανεπαίσθητα αλλά επιβλήθηκαν ύστερα από εσκεμμένες και προσεκτικά μελετημένες ενέργειες.

Δεν θεωρούμε άσχετη με την προσπάθεια αυτή αποσιώπησης των μύθων τέτοιων «καθυστερημένων πολιτιστικά»  περιοχών, όπως αυτή της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Θεσσαλίας γενικότερα, την φρονιματιστικής αντίληψης παιδαγωγική άποψη που ήταν κυρίαρχη την εποχή της ακμής του κράτους της Αθήνας στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν η άποψη που έλεγε ότι επειδή οι μύθοι αυτοί των πολιτιστικά καθυστερημένων περιοχών  δεν ήταν πολύ διδακτικοί και ωφέλιμοι στην αγωγή θα πρέπει ν’ αποφεύγεται η διδασκαλία τους. Εξάλλου το «Θέατρο», στο οποίο παρουσιάζονταν οι μύθοι, ως βασικό δομικό στοιχείο των τραγωδιών, έπρεπε να «παιδαγωγεί» και η κάθε τραγωδία που παρακολουθούσε εκεί ο λαός έπρεπε να τελειώνει  «δι‘ ἐλέου καὶ φόβου τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Κάτι τέτοιο όμως δεν υπήρχε στους μύθους των καθυστερημένων πολιτιστικά περιοχών, των περιοχών των «φθιμένων», όπου θεοί και μύθοι ήταν ανελέητοι, «λαφύστιοι», «χθόνιοι», χωρίς ίχνος «ελέου» και οι οποίοι με τίποτε δεν ήταν δυνατό να εξιλεωθούν και να γίνουν «μειλίχιοι»

Αλλά ακόμα και ο ίδιος ο μεγάλος Πλάτωνας συνηγορούσε στον αποκλεισμό των μύθων που θεωρούνταν ακατάλληλοι για παιδαγωγία. Πίστευε ότι τα έργα και τα πάθη του Kρόνου και των Τιτάνων, των βασικών θεών της λατρείας κυρίως της Αχαΐας Φθιώτιδας και της Φθίας, δεν θα έπρεπε, και αν ακόμα ήταν αληθινά, ν’ αναφέρονται, και μάλιστα στους άφρονες και στους νέους. Αν δε σε κάποιες περιστάσεις ήταν ανάγκη ν’ ανακοινωθούν τότε θα έπρεπε να λέγονται μυστικά και μόνο σε πολύ λίγους: «τὰ δὲ δὴ τοῦ Κρόνου ἔργα καὶ πάθη ὑπὸ τοῦ υἱέος, οὐδ’   ἄν εἰ ἦν ἀληθῆ ὤμην δῆν ῥαδίως οὕτως λέγεσθαι πρὸς ἄφρονάς τε καὶ νέους,  ἀλλὰ μάλιστα μὲν σιγᾶσθαι, εἰ δὲ ἀνάγκη τις ἦν λέγειν, δι’  ἀπορρήτων ἀκούειν ὡς ὀλιγίστους»[10] Δηλαδή: «Τα δε έργα του Κρόνου και τα όσα έπαθε από το γιο του, και αν ακόμα ήταν αληθινά, νομίζω ότι δεν πρέπει έτσι εύκολα να λέγονται στους απερίσκεπτους και τους νέους, αλλά μάλιστα να αποσιωπούνται. Εάν δε υπάρχει κάποια ανάγκη να ειπωθούν να τα ακούν με μυστικότητα όσο το δυνατόν λιγότεροι»

Εντοπίζονται θαρρώ στις παραπάνω απόψεις οι λόγοι για τους οποίους οι μύθοι μερικών περιοχών, όπως η Αχαΐα Φθιώτιδα και η Φθία, λησμονήθηκαν ή και κάποιοι άλλοι χάθηκαν οριστικά.

 

[1] Σχόλια στη Μήδεια του Ευριπίδη, 254.

[2] Σχόλια στη Μήδεια του Ευριπίδη, 19.

[3] Η λατρεία της Μήδειας ήταν πανάρχαια στην περιοχή της Κορίνθου. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το άρθρο του Ν. Παπαχατζή, που δημοσιεύτηκε στο Αρχαιολογικό Δελτίο του 1978  (Μέρος Α, Μελέτες) με τίτλο «Μογοστόκοι Ειλείθυιαι και κουροτρόφοι θεότητες»  «Με την αποτροπή της οργής επικίνδυνων δαιμονικών υπάρξεων, δηλ. των παιδιών της Μήδειας, απασχολούνταν σοβαρά οι κάτοικοι της παλαιότερης Κορίνθου (πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση). Ήταν ένα είδος βρυκολάκων που δεν άφηναν τα παιδιά των Κορινθίων να μεγαλώσουν, αλλά τα θανάτωναν λίγο μετά τη γέννησή τους. (Παυσανίας, 2, 3, 6 κ. εξ. ). Σύμφωνα με τοπική παράδοση τα παιδιά της Μήδειας τα είχαν σκοτώσει με λιθοβολισμό οι ίδιοι οι Κορίνθιοι, επειδή η μάγισσα μητέρα τους προκάλεσε το θάνατο της βασίλισσάς τους Γλαύκης. Από τότε τα βρέφη των Κορινθίων άρχισαν να πεθαίνουν. Όταν η πόλη συμβουλεύτηκε το μαντείο πήρε χρησμό που όριζε το είδος των εξιλαστηρίων θυσιών και ταυτόχρονα συνιστούσε σ” όλους τους Κορινθίους να υποχρεώσουν τα παιδιά τους, κατά την περίοδο των ετήσιων εξιλασμών, να φορούν μαύρα ρούχα και να κόβουν τα μαλλιά τους για να τα αφιερώνουν στον τάφο των οργισμένων παιδιών της Μήδειας». (Παυσανίας, 2, 3, 7.).

Πριν ταυτιστούν με πρόσωπα της μυθολογίας τα λεγόμενα «Παιδιά της Μήδειας» ήταν δαίμονες του κάτω κόσμου που ενέπνεαν ασυνήθη φόβο, όπως φαίνεται από τα ονόματά τους, Μέρμερος και Φέρης, που έχουν την έννοια του Φοβερού και του Δυνατού. Η μητέρα τους ήταν μία Ερινύς,  υποχθόνια βασίλισσα με το όνομα Μήδεια. Αυτήν παρίστανε το γλυπτικό έργο το στημένο στον τάφο των παιδιών της, που ήταν «εικών γυναικός ες το φοβερότερον πεποιημένη» (Παυσανίας ό. π. ).

Η κορινθιακή  αυτή λατρεία είχε ατονίσει στον καιρό του Παυσανία, ήταν όμως ακμαία ως το τέλος της ελληνικής αυτονομίας, όπως φαίνεται από την παρατήρηση του αρχαίου σχολιαστή στη Μήδεια του Ευριπίδη, στίχ. 264 και 273, πως επί της εποχής του οι Κορίνθιοι υποχρέωναν εφτά αγόρια και εφτά κορίτσια των επισημοτέρων οικογενειών να ζουν μαυροφορεμένα επί ένα έτος κοντά στον τάφο των παιδιών της Μήδειας (δηλαδή μέσα στον περίβολο του ιερού της Ήρας Ακραίας) «και μετά θυσιών ιλάσκεσθαι την εκείνων μήνιν». Αυτό σημαίνει πως οι Κορίνθιοι όχι μόνο σε περίοδο ετήσιων εναγισμών, αλλά πάντοτε και χωρίς διακοπή, ασχολούνταν με την εξιλέωση των «Παιδιών της Μήδειας», για να μπορούν να μεγαλώνουν ανεμπόδιστα τα δικά τους παιδιά.

[4] «Λέγουσι δὲ καὶ οἱ Κορίνθιοι Ποσειδώνα ἐλθεῖν Ἠλίῳ περὶ τῆς γῆς ἐς ἀμφισβήτησιν, Βριάρεων δὲ διαλλακτὴν γενέσθαι σφίσιν, ἰσθμὸν μὲν καὶ ὅσα ταύτῃ δικάσαντα εἶναι Ποσειδῶνος, τὴν δὲ ἄκραν Ἠλίῳ δόντα ὑπὲρ τῆς πόλεως. Ἀπὸ μὲν τούτου λέγουσιν εἶναι τὸν ἰσθμὸν Ποσειδῶνος». (Και οι Κορίνθιοι λοιπόν λένε πως ο Ποσειδώνας μάλωσε με τον Ήλιο για τη χώρα τους και πως διαιτητής ανάμεσά τους στάθηκε ο Βριάρεως, ο οποίος επεδίκασε τον ισθμό και τα πέριξ στον Ποσειδώνα και το ύψωμα πάνω από την πόλη (τον Ακροκόρινθο), το έδωσε στον Ήλιο. Από τότε λένε ο ισθμός ήταν του Ποσειδώνα). (Παυσανίας ΙΙ, 1, 6.).

[5] «Φασὶ Θετταλὸν μετὰ ταῦτα ἐπανελθεῖν εἰς Ἰωλκόν, ἐν ἧ καταλαβόντα προσφάτως ἕκαστον τὸν Πελίου τετελευτηκότα παραλαβεῖν κατὰ γένος προσήκουσαν τὴν βασιλείαν, καὶ τοὺς  ὑφ” ἑαυτὸν τεταγμένους ἀφ” ἑαυτοῦ προσαγορεῦσαι Θετταλούς». (Διόδωρος Σικελιώτης, 6, 4, 55.).

[6] Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, τόμος 1ος , σελ. 61.

[7] Ελληνική Μυθολογία, ό. π. σελ. 129.

[8] Ελληνική Μυθολογία, ό. π. σελ. 26.

[9] Ελληνική Μυθολογία, ό. π. σελ. 30.

[10] Πλάτωνος Πολιτεία, Β, 378α.